θαμνωδῶν

θαμνωδῶν
θαμνώδης
masc/fem/neut gen pl (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Ανακαρδιίδες — (anacardiaceae).Οικογένεια δενδρωδών και θαμνωδών φυτών, ιθαγενών κυρίως των τροπικών περιοχών. Μερικά είδη φυτρώνουν και βορειότερα. Έχουν φύλλα πτεροειδή και άνθη μικρά, διγενή ή μονογενή δίοικα. Ο καρπός τους είναι δρύπη με ρητινώδες… …   Dictionary of Greek

  • ανθοκομία — Η καλλιέργεια φυτών, τα οποία για την ιδιαίτερη ομορφιά κάποιου μέρους τους (άνθος, εντυπωσιακό φύλλωμα κλπ.) χρησιμοποιούνται ως καλλωπιστικά. Η καλλιέργειά τους μπορεί να γίνεται σε μεγάλη κλίμακα και να πάρει μάλιστα καθαρά βιομηχανικό… …   Dictionary of Greek

  • εφέδρα — (ephedra). Γένος θαμνωδών γυμνόσπερμων φρυγανικών ή σπανιότερα αναρριχώμενων φυτών της οικογένειας των εφεδριδών. Περιλαμβάνει περίπου 45 είδη, κυρίως των θερμών και εύκρατων περιοχών. Είναι φαρμακευτικά ή καλλωπιστικά φυτά. Έχουν λεπτούς,… …   Dictionary of Greek

  • κηκίδα — Ανώμαλη υπερπλασία, που σχηματίζεται σε διάφορα μέρη ποωδών, θαμνωδών και δενδρωδών φυτικών ειδών. Ο σχηματισμός της κ. οφείλεται τις περισσότερες φορές στην εναπόθεση αβγών από τα έντομα. Σπανιότερα οι κ. προκαλούνται από τη δράση χημικών ουσιών …   Dictionary of Greek

  • κοτυληδόνα — (Cotyledon). Γένος θαμνωδών φυτών της οικογένειας των κρασουλιδών (δικοτυλήδονα), με κέντρο εξάπλωσης την Αφρική· ορισμένα είδη καλλιεργούνται ως καλλωπιστικά. Στην Ελλάδα, κυρίως στη νότια, συναντώνται επτά είδη που αυτοφύονται πάνω σε βράχους… …   Dictionary of Greek

  • κύτισος — (Cytisus). Γένος φυτών της οικογένειας των φαβιδών (fabaceae). Περιλαμβάνει θάμνους και δέντρα, ιθαγενή των εύκρατων περιοχών της Ευρώπης και της Ασίας. Από τα περίπου 40 είδη του γένους, ορισμένα είναι κτηνοτροφικά και άλλα δηλητηριώδη.… …   Dictionary of Greek

  • ξυλάγκαθο — το, και ξυλαγκάθα, η βοτ. κοινή ονομασία θαμνωδών και αγκαθωτών φυτών …   Dictionary of Greek

  • οινοθήρα — (Oenothera). Γένος φυτών της οικογένειας των οινοθηριδών ή οναγριδών, της τάξης των μυρτωδών (δικοτυλήδονα). Κατάγεται από τη Βόρεια Αμερική και το συναντάμε κυρίως στο δυτικό ημισφαίριο. Είναι φυτό ποώδες, μονοετές ή πολυετές. Τα άνθη του μένουν …   Dictionary of Greek

  • ολεαρία — η βοτ. γένος θαμνωδών φυτών. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. oleańa, από το εκλατινισμένο όν. Olearius τού Γερμανού περιηγητή Αdam Olschlager] …   Dictionary of Greek

  • παβονία — (pavonia). Δέντρο των θερμών περιοχών με φύλλα αρωματικά. Ανήκει στην οικογένεια των μαλβιδών και έχει άνθη μόνοικα και μασχαλιαία. Ο καρπός χωρίζεται σε τέσσερις χώρους, καθένας από τους οποίους περιέχει ένα μικρό τριχωτό σπέρμα. Τα είδη του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”